- εισευπορεω
- εἰσευπορέωεἰσ-ευπορέωдоставлять в изобилии
(χρήματα τῇ πόλει Diod.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(χρήματα τῇ πόλει Diod.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εἰσευπορεῖν — εἰσευπορέω procure in plenty pres inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσευπορῆσαι — εἰσευπορέω procure in plenty aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσευπόρησα — εἰσευπορέω procure in plenty aor ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)